-
1 θάρρος
τό1) храбрость, смелость, отвага, мужество;άνθρωπος άνευ θάρρους — малодушный человек;
επιδεικνύω θάρρος — проявлять храбрость, мужество;
εμπνέω θάρρος — поднять дух, вдохнуть мужество, подбодрить;
έχε θάρρος — мужайся, крепись;
ξαναπαίρνω θάρρος — воспрянуть духом;
παίρνω θάρρος — бодриться;
παίρνω ( — или λαμβάνω) το θάρρος να... — позволять себе, осмеливаться...;
βρίσκω το θάρρος να... — хватает духу, чтобы...;
χάνω το θάρρος — а) трусить, проявлять малодушие; — б) падать духом;
με θάρρος — или μετά θάρρους — мужественно, смело;
2) наглость; бесцеремонность; фамильярность;παίρνω πολύ θάρρος — обнаглеть;
δίνω θάρρος — давать волю, много позволять (кому-л.), распустить (кого-л.);
με όλον το θάρρος — без церемоний, запросто;
3) уверенность (в ком-л.); надежда;έχω το θάρρος ( — или τα θάρρη) μου σε... — возлагать надежды, надеяться на кого-л.;
4) близость, близкие отношения;έχω το θάρρος μαζί του ( — или μ' αυτόν) — я с ним близок
-
2 θάρρος
θάρσοςcourage: neut nom /voc /acc sg (attic) -
3 θάρρος
[таррос] ουσ ο храбрость, смелость. -
4 θάρρος
cesaret, curet -
5 θάρρος
courage -
6 θάρρος
1) animusz (m) rzecz.2) odwaga (f) rzecz.3) otucha (f) rzecz. -
7 θάρρος
1) kuráž2) odvaha3) statečnost -
8 θάρρος
1) courage2) mettleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θάρρος
-
9 Δώσε θάρρος στον χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι
• Посади свинью за стол, она и ноги на столИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δώσε θάρρος στον χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι
-
10 Η μόρφωση τον ευτυχισμένο στολίζει, τον άτυχο με θάρρος τον οπλίζει
• Ученье в счастье украшает, а в несчастье утешаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η μόρφωση τον ευτυχισμένο στολίζει, τον άτυχο με θάρρος τον οπλίζει
-
11 şecaat
θάρρος, κουράγιο -
12 courage
θάρρος -
13 kuráž
θάρρος -
14 mettle
θάρρος -
15 animusz
θάρρος -
16 otucha
θάρρος -
17 дух
дух м 1) (сущность) το πνεύμα; в \духе времени στο πνεύμα της εποχής 2) (дыхание) η ανάσα, η αναπνοή перевести \дух παίρνω ανάσα 3) (моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο η διάθεση, το κέφι (настроение) быть не в духе δεν έχω διάθεση поднять \дух ενθαρρύ νω, εμπνέω θάρρος пасть \духом χάνω το θάρρος μου* * *м1) ( сущность) το πνεύμαв духе вре́мени — στο πνεύμα της εποχής
2) ( дыхание) η ανάσα, η αναπνοήперевести́ дух — παίρνω ανάσα
3) ( моральное состояние) το ηθικό, το θάρρος, το κουράγιο; η διάθεση, το κέφι ( настроение)быть не в ду́хе — δεν έχω διάθεση
подня́ть дух — ενθαρρύνω, εμπνέω θάρρος
пасть духом — χάνω το θάρρος μου
-
18 дух
духм1. филос. τό πνεύμα·2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση. -
19 θάρσος
θάρσος, τό, ion. u. altatt., von Plat. an ϑάῤῥος (vgl. auch ϑράσος), Muth, Zuversicht, Kühnheit; μένος καὶ ϑάρσος, Il. 5, 2 u. öfter; ϑάρσος ἐνὶ φρεσὶ ϑῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων Od. 6, 140. Dreistigkeit, Frechheit, μυίης Il. 17, 570; 21, 395; Pind. P. 5, 111; Tragg. u. Prosa; ϑάρσος ἴσχε, = ϑάῤῥει, Soph. Phil. 796; Plat. Legg. I, 644 c sagt φόβος μὲν ἡ πρὸ λύπης ἐλπίς, ϑάῤῥος δὲ ἡ πρὸ τοῦ ἐναντίου; oft mit ἀνδρεία zusammen, Prot. 351 a Conv. 192 a; Arist. stellt die ἀνδρία in die Mitte zwischen φόβος u. ϑάῤῥος, Eth. 3, 6, vgl. rhet. 2, 5; ϑάῤῥος πολεμίων, gegen die Feinde, Plat. Legg. I, 647 b; πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. Cyr. 4, 2, 15; ϑ. ἐμποιεῖν τινι, einflößen, An. 6, 3, 17; παρασχεῖν Thuc. 6, 68; λαμβάνειν, Muth fassen, 2, 97; anders τοὺς Ἀϑηναίους ϑάρσος ἔλαβε 2, 92, wie ϑ. ἐγγίγνεταί τινι Xen. Cyr. 4, 2, 15, ἐμπίπτει Hell. 7, 1, 21. – Bei Aesch. auch was Muth macht, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, ϑάρσος φίλοις Spt. 248.
-
20 ободрить
ободрить, ободрять δίνω θάρρος (или κουράγιο), ενθαρρύνω, εμψυχώνω* * *= ободрятьδίνω θάρρος ( или κουράγιο), ενθαρρύνω, εμψυχώνω
См. также в других словарях:
θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του … Dictionary of Greek
θάρρος — το ους 1. έλλειψη φόβου, ψυχικό σθένος, ανδρεία: Αντλώ θάρρος. – Δίνω θάρρος. – Αντιμετώπισε με θάρρος τον κίνδυνο. 2. οικειότητα: Πολύ θάρρος σου έδωσα. – Έχει πολύ θάρρος μαζί του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάρρος — θάρσος courage neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… … Dictionary of Greek
ευθαρσής — ές (ΑΜ εὐθαρσής, ές) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος αρχ. 1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός 2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία… … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek